Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ινδοευρωπαίοι και Πρωτοέλληνες στον ελλαδικό χώρο (2)

                                                    (Αψιδωτή οικία στην Λέρνα)

Για την είσοδο των πρωτοελληνικών ομάδων έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες τόσο για την διαδρομή που ακολούθησαν, όσο και για την χρονολογία εισόδου τους. Ο J. P. Mallory στο βιβλίο του In Search of the IndoeuropeansLanguage, Archaeology and Myth αναφέρει την πεποίθηση κάποιων επιστημόνων που συσχετίζουν την εμφάνιση των μυκηναϊκών βασιλείων με την προηγούμενη εισβολή κάποιου πληθυσμού από τον Βορρά, οποίος μετακινήθηκε νοτιότερα και ο οποίος έφερε το έθιμο της ταφής σε τύμβους, την χρήση του άρματος, ξιφών και της ολόσωμης ασπίδος, καθώς και την ταφή θυσιασμένων αλόγων στους τύμβους. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ταφικής συνηθείας μας είναι γνωστά και από ευρήματα στην Αλβανία (Pazhok, Vodhine) και στην  Β. Ελλάδα (Σέρβια) και Δ. Ελλάδα (Λευκάδα). Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τον N. Hammond, ο οποίος στο τρίτομο έργο του «Ιστορία της Μακεδονίας» γράφει πως οι πρόγονοι των ηγεμόνων των Μυκηνών, πρέπει να έζησαν κατά την ύστερη νεολιθική περίοδο στο Ποροντίν της Πελαγονίας και πως τα πρωτοελληνικά φύλα πρέπει να ακολούθησαν δύο διαδρομές για την κάθοδό τους. Η μία ομάδα εξαπλώθηκε δια θαλάσσης από τα παράλια της σημερινής Αλβανίας και διαμέσου του Ιονίου στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, ενώ η άλλη κινήθηκε ακολουθώντας χερσαίους δρόμους, από την αλβανική ενδοχώρα προς νότον. Ο J.P. Mallory αναφέρει επίσης ότι πιο αποδεκτή είναι η άποψη που προτείνει ως χρονολογία ελεύσεως των Πρωτοελλήνων την περίοδο γύρω από το 2200 π.Χ., οπότε συντελείται η μετάβαση από την Πρωτοελλαδική ΙΙ (2650-2200 π.Χ.) στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ (2300-2100 π.Χ. ή 2200/2150-2050/2000 π.Χ.). Στοιχεία που υποδεικνύουν την εισβολή ενός νέου λαού, είναι η καταστροφή και εγκατάλειψη θέσεων, η εμφάνιση ενός νέου τύπου οικίας, η λεγόμενη αψιδωτή οικία (μακρόστενο και ορθογώνιο κτίσμα με την μία πλευρά να είναι καμπύλη), οι διάτρητοι πολεμικοί πελέκεις, τα πήλινα αγκυρόμορφα αντικείμενα, και ένας νέος τύπος αγγείων. Κάποιοι υποστηρίζουν πως οι εισβολείς προέρχονταν από την ΒΔ Ανατολία, όπου υπάρχουν αντίστοιχα κεραμικά ευρήματα, ενώ κάποιοι άλλοι την προέλευση από βορειότερη περιοχή των Βαλκανίων, όπου χαρακτηριστικά δείγματα αψιδωτών κτιρίων υπάρχουν στον πολιτισμό Εζερό και στον πολιτισμό Μπάντεν. Αψιδωτά κτίρια, πήλινες «άγκυρες» και πελέκεις έχουν βρεθεί στην Ν. Βουλγαρία, Θράκη και ΒΔ Μικρά Ασία (Τροία), ΒΑ Αιγαίο (Πολιόχνη), Μακεδονία, Α. Θεσσαλία, Α. Στερεά και ΒΑ Πελοπόννησο στην Λέρνα. Τα ίχνη καταστροφής στον οικισμό της Λέρνης στην Αργολίδα που χρονολογούνται γύρω στο 2100 π.Χ., αποδίδονται στους Δαναούς οι οποίοι θεωρούνται και η πρώτη ελληνόφωνη ομάδα που καταφθάνει στον ελλαδικό χώρο. Το όνομα των Δαναών ετυμολογείται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα danu: «υγρασία, δροσιά, ποταμός, σταγόνα» (π.χ. Don, Dnjestr, Dnjepr, Ταναός, Ηριδανός, Απιδανός, Δούναβης), και πράγματι ο Δαναός και οι κόρες του σχετίζονται μυθολογικά με την Αργολίδα και την λίμνη της Λέρνης, δίπλα στην οποία βρισκόταν ο προαναφερθείς οικισμός. Σύμφωνα με την μυθολογία κατέστησαν το Άργος «εύυδρον», ενώ στην λίμνη έθαψαν οι Δαναïδες τα κεφάλια των μνηστήρων και εξαδέλφων τους, των γιων του Αιγύπτου. Μαζί με το κύμα των Δαναών πρέπει να κατέφθασε και ένα τμήμα Αβάντων, το όνομα των οποίων επίσης σχετίζεται με το υγρό στοιχείο και προέρχεται από την ρίζα ab- «νερό, ποτάμι». Εγκατεστάθησαν σε περιοχές της Ευβοίας, του Άργους και της Φωκίδος.

Η διαδρομή που ακολούθησαν αυτά τα πρώτα τμήματα ελληνοφώνων, αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας όπως ειπώθηκε. Μία άποψη είναι πως αντικείμενα που έχουν βρεθεί στην Λέρνα και σχετίζονται με τους εισβολείς, παρουσιάζουν αιγαιακά και τρωϊκά χαρακτηριστικά, οπότε οι εισβολείς προέρχονταν από ομάδες που μετακινήθηκαν από την ουκρανική στέπα προς την Θράκη και από εκεί στην Μικρά Ασία, από όπου στην συνέχεια διεκπεραιώθησαν μέσω Αιγαίου στην Ν. Ελλάδα. Αργότερα όμως διατυπώθηκε η άποψη πως οι εισβολείς φαίνεται να προέρχονται από την Κ. Ελλάδα και όχι απευθείας έξω από τον ελλαδικό χώρο. Το ποια ήταν η ακριβής διαδρομή, μένει να διαπιστωθεί από την αρχαιολογική έρευνα.

 Κατανομή των Πρωτοελληνικών φύλων μεταξύ 2300-1900 π.Χ περίπου (από το βιβίο του Δ.Ευαγγελίδη: "Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και Περί-Ελλαδικών Φυλών", εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005)


Ένα δεύτερο τμήμα ακολούθησε διαφορετική πορεία, εγκαθιστάμενο στην ΝΔ Ιλλυρία, στην Δ. Μακεδονία, στην Ήπειρο και στην ΒΔ Θεσσαλία. Η έλευσή τους πρέπει να έγινε γύρω στο 2300 π.Χ. και σίγουρα όχι αργότερα από το 2100 π.Χ., καθώς η διαδικασία διαχωρισμού της πρωτοελληνικής γλώσσης σε διαλέκτους, οι οποίες εμφανίζονται το 1900 π.Χ. περίπου απαιτεί σίγουρα ένα διάστημα δύο αιώνων. Κατά την περίοδο αυτή Άβαντες εγκαθίστανται βορείως του Γράμμου και του Αώου, ενώ στις περιοχές Γράμμου, Αώου και Τύμφης  βρίσκουμε φύλα που θα ομιλήσουν διαλέκτους της Βορειοδυτικής ομάδος (ή κατά άλλους Δυτικής). Ανατολικά τους έχουμε τα φύλα της λεγόμενης Κεντρικής διαλεκτικής ομάδος και νοτίως των Χασίων τους ομιλούντες διαλέκτους της Νοτίου ομάδος. Οι περαιτέρω διαφοροποιήσεις των Πρωτοελλήνων καθώς και οι ζυμώσεις μεταξύ τους, αλλά και με τους προελληνικούς πληθυσμούς θα οδηγήσουν κατά την περίοδο 1900-1150 π.Χ. στην γένεση των διαφορετικών ελληνικών φύλων της Μυκηναϊκής περιόδου. Η Βορειοδυτική ομάδα περιλαμβάνει τους Αιτωλούς, τους Λοκρούς, τους Φωκείς, τους Κεφαλλήνες, τους Μακεδνούς, τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς. Η Κεντρική διαχωρίζεται μετά το 1900 π.Χ. στην Αρκαδική και τις διαλέκτους των Πρωτο-Αιολικών φύλων των Αχαιών, Μινύων, Λαπίθων, Φλεγύων, Περραιβών και Αινιάνων. Η Νότια ομάδα αποτελείται από τους Πρωτο – Ίωνες και υπάρχουν τέλος και φύλα όπως οι Αθαμάνες, οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί οι οποίοι διαλεκτικά κατέχουν θέση ενδιάμεση των αιολοφώνων και των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, η οποία αντικατοπτρίζει και την γεωγραφική τους θέση μετά το 1900 π.Χ.

Γύρω στο 1900 π.Χ. ένα τμήμα ελληνικών πληθυσμών μετακινείται προς την Θεσσαλία και την Ν. Ελλάδα. Ένα άλλο κατευθύνεται νοτίως ακολουθώντας την  οροσειρά της Πίνδου προς νότον και τους χερσαίους δρόμους που οδηγούν από την Ήπειρο προς την Δ. Στερεά Ελλάδα, ενώ κάποια άλλα φύλα καταλαμβάνουν τις εγκαταλειφθήσες πλέον περιοχές.

Οι Ίωνες που αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στην ΒΔ Θεσσαλία, νοτίως των Χασίων θα μετακινηθούν νοτιότερα και θα φτάσουν στην Δ. Λοκρίδα, στην Α. Στερεά, στην Πελοπόννησο στις περιοχές της Αργολίδος, της Κυνουρίας, της Αχαϊας, της Πισάτιδος και της Τριφυλίας. Επίσης θα εγκατασταθούν στην Αττική. Στις περιοχές εκτός της Αττικής θα υποκύψουν τελικά ή θα εκδιωχθούν από άλλα ελληνικά φύλα. Στην Αττική θα απορροφήσουν προϋπάρχοντες πληθυσμούς, γεγονός στο οποίο μάλλον οφείλονται και οι παραδόσεις περί καταγωγής τους από τους Πελασγούς και περί αυτοχθονίας. Το όνομά τους ετυμολογείται κατά πάσα πιθανότητα από την ρίζα is που σημαίνει ίαση και θεραπεία, αλλά και ορμή, δύναμη και βία. Οι τρεις τελευταίες λέξεις σχετίζονται σίγουρα με περιγραφές ορμητικών ποταμών οι οποίοι ονομάζονται Ίων, όπως  α) ποταμός στην ΒΔ Θεσσαλία όπου και η αρχική κοιτίδα των Ιώνων  β) ο Αλφειός ποταμός. Επίσης ο γενάρχης Ίων πιστευόταν πως έχει ταφεί στον αττικό δήμο του Ποταμού και οι προσφορές προς αυτόν ήταν παρόμοιες με αυτές προς ποταμούς.

Οι Αρκάδες των οποίων η φυλογένεση είχε ολοκληρωθεί πριν το 1900 π.Χ., όπως και των Ιώνων, θα μετακινηθούν από την Δ. Μακεδονία νοτιότερα προς την  περιοχή των Αθαμανικών ορέων (Τζουμέρκα) και στην Κεντρική Στερεά, γύρω από και στην ενδοχώρα του Μαλιακού κόλπου, κατά μήκος του ρου του Σπερχειού. Η μυθολογικές παραδόσεις εντοπίζουν τους Αρκάδες στην Κ. Ελλάδα ως συμμάχους του Ηρακλέους, ενώ κάποιες από αυτές θεωρούν μητέρα του Αρκάδος την Θεμιστώ, κόρη του βασιλιά των Λαπίθων Υψέως και σύζυγο του Αθαμάνος. Στην συνέχεια συνεπικουρούμενοι από τους Αζάνες και το μη ελληνικό ινδοευρωπαϊκό φύλο των Λυκαόνων, θα εισβάλουν και θα κατακτήσουν την Αρκαδία. Το τμήμα των Αρκάδων που δεν θα κατέλθει προς την Πελοπόννησο, αλλά θα παραμείνει στην Αθαμανία θα αποτελέσει τους Αρκτάνες.

Οι Αχαιοί γύρω στο 1900 π.Χ. έφθασαν στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδος, όπου όπως προείπαμε επεβλήθησαν των Πρωτο-Αχαϊών, τους οποίους αφεμοίωσαν μαζί με ένα τμήμα Αθαμάνων. Κατά το 1600 π.Χ. μετανάστευσαν νοτιότερα, προς την Πελοπόννησο και εγκατεστάθησαν στην Αργολίδα. Από εκεί δύο αιώνες αργότερα τμήμα τους μετακινήθηκε στην Μεσσηνία, όπως φανερώνει και η διαλεκτική συγγένεια της γλώσσης των Πινακίδων της Πύλου με αυτή των Μυκηνών και της Κνωσσού. Αχαιοί της Μεσσηνίας κατέλαβαν την περιοχή της Τριφυλίας, της Ολυμπίας και της Πισάτιδος. Την πορεία των Αχαιών από την Ν. Θεσσαλία εώς την Πελοπόννησο φανερώνει και η ύπαρξη παραδόσεων για τον Νηλέα, τον Πέλοπα και τον Αγαμέμνονα κατά μήκος των περιοχών εξαπλώσεώς τους.

Οι Λαπίθες αρχικά κατοικούσαν στην Δ. Θεσσαλία στις υπώρειες της Πίνδου. Από εκεί θα μετακινηθούν στην Β.Θεσσαλιώτιδα, στην Πελασγιώτιδα, στην Ιστιαιώτιδα και την Περραιβία. Επίσης θα εγκατασταθούν και στη περιοχή του Σπερχειού. Τη παρουσία τους και στην Αττική μαρτυρεί η ύπαρξη πολλών παραδόσεων σχετικά με αυτούς. Είναι γνωστή η σχέση του Θησέα με τον βασιλιά των Λαπιθών Πειρίθου, ενώ ο ίδιος ο Θησέας αναφέρεται ως Λαπίθης από τον Ησίοδο. Αττικά γένη όπως οι Βουτάδες και οι Κορωνίδες έχουν επώνυμους γενάρχες τους Λαπίθες Βούτη και Κόρωνο. Ομάδες τους έφτασαν και στην Πελοπόννησο, όπως γίνεται αντιληπτό από την ύπαρξη του Λαπιθαίου όρους στην Λακωνία, των παραδόσεων για τον Κόρωνο και τον Έλατο στην Σικυώνα και την τοποθέτηση των Κενταύρων, αντιπάλων των Λαπιθών, εκτός από το Πήλιο και στο όρος Μαλέας. Οι Κένταυροι επίσης μνημονεύονται και ως κάτοικοι του όρους Φολόη στην Ηλεία, γεγονός που μαζί με την αναφορά για μετανάστευση του Λαπίθη Φόρβαντα από την Θεσσαλία στον Ώλονο στην Ήλιδα, φανερώνει την μετακίνηση Λαπιθών στην Πελοπόννησο.

Ένα άλλο αιολόφωνο φύλο το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στις μυθολογικές παραδόσεις είναι οι Μινύες. Το όνομά τους πιθανώς προέρχεται από μία ρίζα η οποία έχει δώσει λέξεις με την έννοια του μικρός και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Μινύες ονομάζονται σύμφωνα με κάποιες πηγές και οι Αργοναύτες. Στην Ιλιάδα αναφέρεται πως κατέχουν μέρος της Βοιωτίας με πόλεις όπως ο Ορχομενός και η Ασπληδών. Παράδοση του Ορχομενού που αναφέρει ο Παυσανίας στα Βοιωτικά του, μνημονεύει ως πρώτο οικιστή τον Ανδρέα, γιο του Πηνειού ποταμού. Αυτό το στοιχείο μαζί με την ύπαρξη τοπονυμίων όπως Ορχομενός, Μινύα και Άλμων (κώμη του βοιωτικού Ορχομενού) στην ΒΑ Θεσσαλία, σε περιοχή που διασχίζει ο Πηνειός, συνηγορεί στην άποψη περί μετακινήσεως Μινύων από την Θεσσαλία στην Βοιωτία πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου. Τμήματα Μινύων πρέπει να εγκατεστάθησαν και σε περιοχές της Πελοποννήσου όπως φανερώνουν οι αναφορές για τον γάμο του Νηλέως, βασιλέως της Πύλου ο οποίος επίσης καταγόταν από την Θεσσαλία, με την Χλωρίδα, κόρη του Μινύος βασιλέως του βοιωτικού Ορχομενού, Αμφίωνος, αλλά και ο Μινυήιος ποταμός στην Τριφυλία, που αναφέρεται από τον Όμηρο.

Τα φύλα των Βοιωτών και των Θεσσαλών πριν κατοικήσουν κατά τους ιστορικούς χρόνους στις περιοχές που μέχρι και σήμερα φέρουν το όνομά τους, ήταν εγκατεστημένα σε κάποιες περιοχές της Πίνδου, μεταξύ της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Οι μεν Βοιωτοί στο Βόιον όρος, από όπου στην συνέχεια μετακινήθηκαν στην Θεσσαλία, στην περιοχή της Άρνης, από όπου αργότερα συμφώνως με τον Θουκυδίδη θα εκτοπιστούν μετά τα Τρωϊκά από τους Θεσσαλούς, για να βρεθούν στην περιοχή που ονομάστηκε από αυτούς Βοιωτία. Οι Θεσσαλοί κατά τον Ηρόδοτο εισέβαλαν στην Θεσσαλία προερχόμενοι από την περιοχή της Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα από την Θεσπρωτία.

                                     (Τα ελληνικά φύλα γύρω στο τέλος του 13 π.Χ. αιώνος)

Από τα φύλα της Βορειοδυτικής διαλεκτικής ομάδος, οι Λοκροί φαίνεται να έχουν μετακινηθεί στην Λοκρίδα πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, γεγονός που αντανακλάται και από τις παραδόσεις που ανάγουν την καταγωγή των αριστοκρατικών γενών τους σε ήρωες της Μυκηναϊκής περιόδου. Την σύνδεσή τους με την περιοχή της Πίνδου υποστηρίζει και η συνωνυμία του Λοκρού Αίαντος με τον ποταμό της Ηπείρου που είναι γνωστός και ως Αώος. Άλλα φύλα της ίδιας ομάδος που μετακινήθηκαν νοτιότερα ήταν οι Φωκείς, οι Κεφαλλήνες και οι Αιτωλοί. Ο ήρωας των Κεφαλλήνων Οδυσσέας παρουσιάζεται μάλιστα να ηγείται των Θεσπρωτών σε συγκρούσεις με τους Βρύγες στην Ήπειρο.

Όσον αφορά το φύλο των Δωριέων που μαζί με τους Ίωνες, τους Αχαιούς, τους Αιολείς αποτελούσαν μία από τις κύριες φυλετικές υποδιαιρέσεις των Ελλήνων των ιστορικών χρόνων, φαίνεται πως σχηματίστηκε κατά το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, στην Στερεά Ελλάδα, από την συνένωση Μακεδνών και άλλων φύλων της περιοχής που ονομάζεται Δωρίδα (στο βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Φωκίδος)  και από την οποία πήρε το όνομά του και το νέο φύλο. Οι Δωριείς κατά τον Ηρόδοτο κατοικούσαν παλαιότερα, κατά την εποχή του Δώρου στην Φθιώτιδα. Στην συνέχεια μετοίκησαν στην ΒΑ Θεσσαλία, μεταξύ Ολύμπου και Όσσης, στη περιοχή της Ιστιαιώτιδος (εδώ λανθάνει καθώς η περιοχή αυτή προσδιόριζε την ιστορική Περραιβία), από όπου εκδιώχθησαν από τους Καδμείους προς την περιοχή της Πίνδου. Εκεί κατοίκησαν με το όνομα Μακεδνοί. O N. Hammond ταυτίζει τους Μακεδνούς/Δωριείς με τους φορείς του πολιτισμού Κουργκάν και καταληψίες των περιοχών του Τσαγκλίου (Φθιώτιδα) και Σέσκλου (σημερινή Μαγνησία, πλησίον του Βόλου) κατά την Μεσοελλαδική περίοδο (2100-1550 π.Χ.). Η διαδρομή λοιπόν που ακολουθήθηκε από τους προγόνους των μετέπειτα Δωριέων μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Ήπειρος, περιοχή Πίνδου – ΝΑ Θεσσαλία (Φθιώτιδα) - ΒΑ Θεσσαλία (Περραιβία) – Πίνδος/Λάκμος – Κ. Στερεά (Δωρίδα). Στο βόρειο τμήμα της Θεσσαλίας (Ιστιαιώτιδα) ή στη Στερεά Ελλάδα, τοποθετούν τους Δωριείς και οι μυθολογικές παραδόσεις, συμφώνως προς τις οποίες, συγκρούστηκαν με τους Λαπίθες την εποχή που βασιλιάς και νομοθέτης τους ήταν ο Αιγίμιος γιος του Δώρου. Προς βοήθειά τους προσέτρεξε τότε ο Ηρακλής, ο οποίος σύμφωνα με κάποιες πηγές επικεφαλής Αρκάδων, συνέτριψε τους Λαπίθες.

Το φύλο των Μολοσσών το οποίο κυριαρχούσε στην Ήπειρο των ιστορικών χρόνων, κατά τον N. Hammond αποτελούσε τμήμα του λεγόμενου λαού Ποροντίν, το οποίο μετακινήθηκε από την περιοχή της Πελαγονίας προς την Ήπειρο, διασχίζοντας την οροσειρά της Πίνδου. Παραλλήλως προς τους Μακεδνούς οι οποίοι κατέρχονταν από την Πίνδο προς την Κ. Στερεά, μετακινήθηκαν και τμήματα Μολοσσών προς τα νότια. Αυτό γίνεται φανερό από την ύπαρξη ομοίων ή παρομοίων ονομάτων σε Ήπειρο και Αττική ή Πελοπόννησο. Στην Αττική συναντούμε τον ήρωα Αφείδα και το γένος των Αφειδαντιδών, ενώ στην Ήπειρο έχουμε τους Αφείδαντες, μία υποδιαίρεση των Μολοσσών. Ο ήρωας Αφείδας λατρευόταν επίσης στην αρκαδική Τεγέα, ενώ το όνομα Αφείδαντες φέρει και ένας δήμος της. Τα ονόματα Άλκων, Φιλαίας και Μούνιχος παρατηρούνται τόσο στην Αττική όσο και στην Ήπειρο. Μάλιστα το όνομα Φιλαίας σχετίζεται ετυμολογικώς με αυτό του Αίαντος, όνομα που έφερε ο Αώος, γύρω από τον οποίο κατοικούσαν προγενέστερα οι Μολοσσοί. Τέλος την περίοδο αυτή, δηλαδή πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, φαίνεται να έχουν σχηματιστεί ως φύλο και οι Θεσπρωτοί. Παραδόσεις μάλιστα τους παρουσιάζουν να κατοικούν από τα παράλια της Ηπείρου εως και τα όρια μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας, οπού συνόρευαν με τους Βρύγες. Στις συγκρούσεις εναντίον των Βρυγών όπως προαναφέρθηκε, επικεφαλής τους τέθηκε κάποια στιγμή ο Οδυσσέας.

Θα μπορούσαμε να πούμε, πως σε γενικές γραμμές αυτό είναι το περίγραμμα των μετακινήσεων των Ινδοευρωπαϊκών ομάδων - από τις οποίες θα προκύψουν αργότερα τα ελληνικά φύλα - από την Ποντική-Κασπική περιοχή μέχρι το νότιο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου. Οι ομάδες αυτές ήταν οι φορείς παραδόσεων και θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων, οι οποίες απετέλεσαν και τον πυρήνα του φαινομένου της Μυκηναϊκής και  Αρχαϊκής Ελλάδος με τους μύθους και το ήθος τους. Αυτές οι παραδόσεις καθώς προέρχονται από το αρχικό πρωτοινδοευρωπαϊκό στοιχείο, συναντώνται σε όλο το εύρος εγκαταστάσεως των παρακλαδιών του, από την Ιρλανδία εως την Κ. Ασία και την Ινδία όπου και κατοίκησαν οι λαοί αυτοί. Χαρακτηριστική είναι η τριμερής και ιεραρχική διαίρεση της κοινωνίας σε πολιτική-μαγικοθρησκευτική, πολεμική  και παραγωγική λειτουργία, η οποία μελετήθηκε και αναλύθηκε από τον Ζωρζ Ντυμεζίλ ή η ανάδειξη της αλήθειας και της δικαιοσύνης σε θρησκευτικές έννοιες καθώς και η επιδίωξη της δόξης μέσω κατορθωμάτων. Φυσικά οι παραδόσεις αυτές δεν διατηρήθηκαν παντού με την ίδια μορφή καθώς οι ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί αναμειγνύονταν και αφομοίωναν στοιχεία των προηγούμενων πληθυσμιακών ομάδων των περιοχών στις οποίες εγκαθίσταντο.


 ΠΗΓΕΣ

J. P. Mallory "In Search of the Indo-Europeans: Language, Archaeology and Myth. London: Thames & Hudson" (1989)

Mallory, J.P.; Douglas Q. Adams (1997). Encyclopedia of Indo-European Culture. London: Fitzroy Dearborn Publishers

Δ.Ευαγγελίδης: "Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και Περί-Ελλαδικών Φύλων", Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005

"Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" Τόμος Ά, Εκδοτική Αθηνών

Jean Haudry "Ινδοευρωπαίοι" Ινστιτούτο του Βιβλίου-Μ. Καρδαμίτσα

N.G.L. Hammond, G.T. Griffith "Ιστορία της Μακεδονίας" Τόμος Ά, Μαλλιάρης Παιδεία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου