Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Στοιχεία φυλετικής διαπαιδαγωγήσεως


Ακολουθεί η παρουσίαση στα Ελληνικά 2 κεφαλαίων (12-13) από το βιβλίο ''Indirizzi per una educazione razziale'' (Naples 1941) - Στοιχεία Φυλετικής Διαπαιδαγωγήσεως -Νάπολη 1941 του Ιουλίου Έβολα.


Μετάφραση - Απόδοση : Πυθέας


Η φυλή και οι απαρχές

Η σημασία που αποκτά για την θεωρία μας η μελέτη των φυλετικών καταβολών μας και κατ’ επέκταση ολόκληρη η επιστήμη της προϊστορίας έχει ήδη αποσαφηνιστεί από τις αναφορές μας στο πεδίο εξέτασης του φυλετισμού «τρίτου επιπέδου». Κρίνεται, όμως , απαραίτητη η εισαγωγή σ' αυτά τα γνωστικά αντικείμενα επαναστατικών κριτηρίων, ταυτοχρόνως με την οριστική απομάκρυνση ορισμένου αριθμού προκαταλήψεων - χαρακτηριστικών της επιστημονικίστικης και θετικιστικής νοοτροπίας, οι οποίες ευνοούμενες από μια πλέον ξεπερασμένη ιστορική σχολή, δεν παύουν να παραμένουν στις πιο διαδεδομένες μορφές γενικής εκπαιδεύσεως. Εν συνεχεία, λοιπόν, θα δοθεί έμφαση σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των τάσεων -σχολών.
Πρώτα απ' όλα πρέπει να ξεπεράσουμε την εξελικτική προκατάληψη στο όνομα της οποίας, και σε στενή σχέση με την προοδευτική και ιστορικίστικη τάση, ερμηνεύουμε τον κόσμο των απαρχών των ριζών μας, μα και ευρύτερα της προϊστορίας, σαν ένα σκοτεινό και άγριο κόσμο μιας ημιζωώδους ανθρωπότητας, η οποία σταδιακά και επώδυνα εκπολιτίστηκε και κατέστει ικανή να κατέχει μια κουλτούρα. Απεναντίας, αυτό που διαβεβαιώνει ο φυλετισμός ως επιστημονικό πεδίο είναι ότι υπήρξαν ήδη στην προϊστορική εποχή λαοί που εκτός από μια φυλετική καθαρότητα που έπειτα χάθηκε είχαν μια ευρεία κατανόηση του πνευματικού κόσμου η οποία εν συνεχεία παρήκμασε. Σαφώς δεν υπήρξαν «πολιτισμένοι» με την σύγχρονη έννοια της λέξης (βάσει της αναπτύξεως των πειραματικών επιστημών, της μηχανικής, του θετικού νομικού συστήματος κτλ), αλλά χαρακτηρίζονταν από μία ποιότητα κουλτούρας – χαρακτήρα καθώς και από μία μοναδική πνευματική αντίληψη του κόσμου, εκπορευμένη από πραγματικές επαφές με τις υπεράνθρωπες δυνάμεις της φύσεως. Είχαν αναπτύξει μια αντίληψη που δεν την «σκέπτονταν» μα την βίωναν, την συγκεκριμενοποιούσαν με τις παραδόσεις, την εξέφραζαν και την ανέπτυσσαν με σύμβολα, τελετουργίες και μύθους.
Σε σχέση μ' αυτή την θεώρηση μπορούμε να αντικρούσουμε την ορθότητά της από τα όρια που έχει φθάσει η έρευνα της προϊστορίας. Οι κατά το δυνατόν ολοκληρωμένες πρόσφατες φυλετικές υποθέσεις σχετικά με τις καταβολές του ανθρώπου μας οδηγούν γύρω από τον δέκατο προ χριστού αιώνα, ενώ μόλις πριν από λίγο καιρό έμοιαζε παρακινδυνευμένο να επικαλούμαστε πολιτισμούς που ανέρχονταν σε 2000 ή 3000 χρόνια προ χριστού. Όσον αφορά τώρα το γενικό πλαίσιο του προβλήματος αυτού που ονομάζουμε «καταγωγή», πρέπει να τοποθετηθούμε αποφασιστικά εναντίον του δαρβινισμού. Η αρχική προέλευση της ανθρωπότητας- στην οποία οι ανώτερες φυλές ,είτε αρχαίες είτε σύγχρονες, ανήκουν, δεν προέρχεται ούτε απ' τον πίθηκο, ούτε απ' τον άνθρωπο-πίθηκο της εποχής των παγετώνων (τον Μουστέριο άνθρωπο ή άνθρωπο του Νεάντερνταλ και τον άνθρωπο του Γκριμάλντι), γεγονός που οι μη φυλετιστές ειδικοί τείνουν όλο και περισσότερο να παραδέχονται επί του παρόντος. Ο πιθηκοειδής άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται σε έναν ιδιαίτερο ανθρώπινο κλάδο, ως επί το πλείστον σε τροχιά εξαφάνισης, παρά μόνο μέσα από εκείνα τα στοιχεία που λανθασμένα του ενσωματώθηκαν από άλλες πολύ συγκεκριμένες ανώτερες ανθρώπινες φυλές λόγω κοινού τόπου παρουσίας τους. Η παρουσία βεβαίως των ανθρωπίνων φυλών υπήρξε πολύ μεταγενέστερη για να μπορεί να θεωρηθεί μία συνέχεια, ενώ, βεβαίως, δεν λαμβάνονται υπόψιν και οι μετακινήσεις αυτών των ανθρωπίνων φυλών από μέρη – κοιτίδες τα οποία ερημώσαν ή καταστραφήκαν από κατακλυσμούς και άλλες κλιματικές αλλαγές.
Αποτελεί καίριας σημασίας σημείο για την αντίληψη της θεάσεως του φυλετισμού η διαστρέβλωση αυτή. Το ανώτερο δεν δύναται να παραχθεί εκ του κατωτέρου. Μέσα στο μυστήριο του αίματός μας, στα αβυσσαλέα κατάβαθα της οντότητάς μας, παραμένει ανεξίτηλη η κληρονομικότητα των αρχέγονων περιόδων. Δεν πρόκειται, όμως, για μια κληρονομικότητα βαναυσότητας, απελευθερωμένων κτηνωδών και αγρίων ενστίκτων κατά την Εβραϊκή ψυχανάλυση της οποίας επέκταση είναι και ο «εξελικτισμός» και ο «δαρβινισμός». Αντιθέτως αυτή η κληρονομικότητα εκ των απαρχών, αυτή η κληρονομιά που πηγάζει απ' το βάθος των αιώνων είναι μια κληρονομιά Φωτός. Η δύναμη των αταβισμών, σαν έκφραση των κατωτέρων ενστίκτων, δεν ανήκει σ' αυτήν την θεμελιώδη κληρονομιά. Είναι κάτι είτε γεννημένο και ανεπτυγμένο είτε γεννήθηκε σύμφωνα με μια διαδικασία υποβάθμισης, υποχώρησης ή πτώσης (η ανάμνηση της οποίας παραμένει υπό την μορφή διαφόρων μύθων στις παραδόσεις σχεδόν όλων των λαών), είτε προέρχεται από μια μόλυνση, από έναν υβριδισμό, που οφειλόταν σε ξένη συμβολή και στις περιπέτειες του ανθρώπου της εποχής των παγετώνων. Είναι η φωνή ενός άλλου αίματος, μιας άλλης φυλής, μιας άλλης φύσεως, για την οποία δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ανθρώπινη παρά μόνο από μεροληψία. Όπως και να 'χει, κάθε φορά που αισθανόμαστε την ορθότητα της πλατωνικής ρήσης: ''δυο ψυχές παλεύουν μέσα μου'', πρέπει να την ερμηνεύουμε στο φως αυτού που μόλις εκθέσαμε για να καταλάβουμε το ακριβές της νόημα. Μπορεί να ταχθεί με το μύθο του εξελικτισμού και του δαρβινισμού μόνο ο άνθρωπος μέσα στον οποίο κυλά η άλλη κληρονομικότητα (αυτή που εισήχθη έπειτα από την υβριδοποίηση), διότι κι αυτή επίσης κατάφερε να καταστεί αρκετά δυνατή για να επιβληθεί και να πνίξει κάθε αίσθηση της παρουσίας της πρώτης.
Μια άλλη προκατάληψη που πολεμήθηκε από τον φυλετισμό είναι αυτή που συμπεριλαμβάνεται στην γνωστότατη ρύση: Ex Oriente lux (σ.τ.μ. Εξ' ανατολών το φώς). Σε πολλούς παραμένει σήμερα η ιδέα σύμφωνα με την οποία οι αρχαιότεροι πολιτισμοί είχαν γεννηθεί στην ανατολική λεκάνη της μεσογείου ή στην δυτική Ασία καθώς και ότι υπήρξαν αυτοί σε συνδυασμό με την Εβραϊκή θρησκεία οι «φωτοδότες» της Δύσεως. Μιας Δύσεως η οποία μέχρι μία μεγάλη ύστερη περίοδο, κυρίως στις βόρειες περιοχές, θα είχε μείνει στην αγρία και βάρβαρη κατάσταση. Βάσει της επιστήμης του φυλετισμού έχουμε κι εδώ ακόμη μια τελείως διαφορετική σκοπιά. Αυτοί οι ασιατικοί πολιτισμοί δεν έχουν για εμάς τίποτα το πρωταρχικό - αυθεντικό, τίποτα το «καθαρό». Οι ρίζες του υψηλού πολιτισμικού επιπέδου της Λευκής Φυλής, και γενικότερα των ινδοευρωπαίων, δεν είναι ανατολικές αλλά δυτικές και βορειοδυτικές. Όπως έχει σημειωθεί, συμβαίνει να έχουμε φτάσει σ' αυτόν τον τομέα σε μια προϊστορία που μέχρι χθες ακόμα θα θεωρούσαμε μυθική. Απέναντι στη λάμψη μιας τέτοιας βορειοδυτικής και Αρίας προϊστορίας, οι ασιατικο-ανατολικοί πολιτισμοί μας φαίνονται ήδη σκοτεινοί και υβριδικοί τόσο από πνευματικής άποψης όσο κι από φυλετικής. Ό, τι το πραγματικά μεγάλο και φωτεινό κρύβουν προέρχεται στην πραγματικότητα από την αρχική πολιτισμική δράση πυρήνων που ανήκαν στην κυριαρχική βορειοδυτική φυλή που είχε άλλοτε εξαπλωθεί μέχρι εκεί.


Οι βορειο-δυτικές μετακινήσεις


Το ''φως του βορρά'', το ''υπερβόρειο μυστήριο'': αυτό είναι λοιπόν ένα θεμελιώδες πεδίο για το φυλετικό μας δόγμα. Ένα πεδίο το οποίο σε κάποιους θα φανεί παράδοξο, σε κάποιους άλλους ακόμη και ύποπτο ή δυσφημιστικό για τις Μεσογειακές μας παραδόσεις (σ.τ.μ. Ο αναγνώστης ας λάβει υπόψιν του ότι ο Έβολα απευθύνεται το 1941 σε ένα ιταλικό κοινό, κάτι που μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι αντιρρήσεις και οι αντιδράσεις που το κείμενο θα συναντούσε ενδεχομένως και στην Ελλάδα δεν θα διέφεραν κατά πολύ από αυτές που ο μεγάλος διανοητής είχε υπόψιν του για την Ιταλία, κυρίως σε μια συγκυρία υποχώρησης για την Ιταλία και θριάμβου για την Γερμανία-1941) . Συνεπώς κάποιες διασαφηνίσεις επιβάλλονται.
Πρώτον, όταν μιλάμε για Βόρειο χώρο, δεν αναφερόμαστε στον γερμανικό χώρο. Η πρωταρχική κοιτίδα της Αρίας φυλής πρέπει αντιθέτως να προσδιοριστεί με μια περιοχή που ανταποκρίνεται στην σημερινή Αρκτική. Κι αυτό στην πολύ μακρινή προϊστορική εποχή την οποία αναφέραμε πιο πάνω. Αργότερα, πάντα στην προϊστορική εποχή, το κέντρο ακτινοβολίας δείχνει να συγκεντρώνεται σε μια βορειοδυτική περιοχή. Σε άλλα έργα μας, υποδείξαμε τις αναφορές που δικαιολογούν μια παρόμοια θέση-η οποία εξάλλου ανταποκρίνεται σε αναθυμήσεις και σε παραδοσιακές διδασκαλίες οι οποίες, σε όλους τους πολιτισμούς, συγκλίνουν. Ακόμη κι από γεωγραφικής απόψεως δύναται να γίνει αποδεκτό ότι η Αρκτική (ή, αν θέλετε, η Υπερβορεία) δεν έγινε μια ακατοίκητη περιοχή αιωνίων παγετών παρά λίγο-λίγο και από μια δεδομένη εποχή κι έπειτα. Όσο για την δεύτερη κοιτίδα (την βορειοδυτική) θα είχε, όπως φαίνεται, εξαφανισθεί έπειτα από έναν υποβρύχιο κατακλυσμό.
Όσον αφορά τον θόρυβο που προκλήθηκε από αυτή την βορειο-αρία φυλετική θεώρηση , αυτός οφείλεται σε παρερμηνεύσεις - διαστρεβλώσεις. Η υποστήριξη μιας τέτοιας θέσεως δεν σημαίνει καθόλου προσχώρηση στον παν - γερμανικό μύθο, ο οποίος αφού έκανε σχεδόν συνώνυμους τους όρους «βόρειος» και «γερμανικός» (σ.τ.μ. την ευρύτερη αρχαία έννοια: germanique/germanic), ''άριος'' και ''γερμανικός'' (σ.τ.μ με την σύγχρονη εθνική έννοια), διατείνεται τώρα ότι οτιδήποτε το ανώτερο υπάρχει στα διάφορα έθνη και τους πολιτισμούς της ηπείρου μας προερχόταν απ' τα γερμανικά στοιχεία- ενώ ό, τι δεν ανάγονταν σ' αυτά ήταν κατώτερο και υποδεέστερο. Ακριβώς για να αποφύγουμε αυτού του είδους τις συγχύσεις , προς σεβασμό έναντι της πρωταρχικής Αρίας φυλής, χρησιμοποιούμε τον όρο Υπερβόρειος, ο οποίος διαμορφώθηκε εν Ελλάδι σε μια εποχή όπου αγνοούσαν τα πάντα για τους Γερμανούς. Επίσης πρέπει να διευκρινιστεί πλήρως ότι Άριος , βόρειο -Άριος , βόρειο-δυτικός κ.τ.λ. δεν σημαίνουν, στο πλαίσιο μιας σοβαρής φυλετικής θεωρίας, «γερμανικός» (σ. τ. μ. με την στενή σύγχρονη εθνική σημασία) και «γερμανικός» (σ.τ.μ. με την ευρύτερη μεσαιωνική έννοια ). Είναι όροι που υποδεικνύουν μια πολύ πιο ευρεία πραγματικότητα. Αναφέρονται σε μια ρίζα της οποίας οι γερμανικοί λαοί της εποχής των εισβολών δεν είναι παρά μια από τις πολυάριθμες διακλαδώσεις, διότι οι πιο μεγάλες φυλές δημιουργοί πολιτισμού είτε στην Ανατολή είτε στην Δύση (η αρχαία Περσία, η αρχαία Ινδία, η πρώιμη Ελλάδα και η ίδια η Ρώμη) θα μπορούσαν δικαιολογημένα να ανάγουν εκεί την καταγωγή τους. Μεταξύ όλων αυτών των φυλών, αυτό που μπόρεσε να υπάρξει, είναι ένας όμαιμος συσχετισμός, όμως σε καμιά περίπτωση αποκλειστική προέλευση. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για προέλευση παρά μόνο σε σχέση με αυτήν την κοινή Υπερβόρεια καταγωγή που αναφέραμε προηγουμένως- η οποία ανάγεται βέβαια σε μια τόσο μακρινή προϊστορία ώστε κάθε απαίτηση, απ' την πλευρά οποιουδήποτε ιστορικού λαού (πόσο μάλλον αν είναι και πρόσφατος) να θέλει να την παρουσιάσει ως αποκλειστικά δική του καταγωγή, είναι πολύ απλά και καθαρά παραλογισμός.
Η εξάπλωση των βόρειο – Αρίων πληθυσμών ακολούθησε δυο βασικές κατευθύνσεις: η μια οριζόντια (ερχόμενη εκ Δυσμάς περνώντας απ' την μεσόγειο, τις Βαλεαρίδες, την Σαρδηνία, την Κρήτη και την Αίγυπτο), ή άλλη διαγώνια (κατευθύνσεις βόρειο-δυτικά βόρεια-ανατολικά , απ' την Ιρλανδία μέχρι την Ινδία, με εντοπισμένα κέντρα στις παραδουνάβιες περιοχές και τον Καύκασο- ο οποίος χωρίς να είναι, όπως πιστεύονταν, η κοιτίδα της λευκής φυλής, υπήρξε μια εστία εξάπλωσης στην πορεία που ακολουθήθηκε από ένα εκ των βόρειο-αρίων ρευμάτων). Ειδικά, όσον αφορά την μετακίνηση των γερμανικών λαών σε σχέση με τις δυο προηγούμενες, ανάγεται σε μια ασυγκρίτως πιο πρόσφατη εποχή-υπόψιν ότι εδώ, μετράμε με χιλιετίες. Κατά μήκος αυτού του οριζόντιου άξονα και, εν μέρη, έπειτα από συναντήσεις με τον διαγώνιο άξονα πάνω στην ευρασιατική ήπειρο, γεννήθηκαν οι πιο μεγάλοι πολιτισμοί της μεσογειακής λεκάνης- αυτοί που γνωρίζουμε όπως κι αυτοί απ’ τους οποίους τίποτα δεν έφτασε ως εμάς, πέρα από κάποια εκφυλισμένα κατάλοιπα. Σε σχέση με τέτοιους πολιτισμούς, λαμβάνοντας υπόψιν αυτούς τους εντελώς καινούριους προϊστορικούς ορίζοντες, πρέπει να δούμε στους βορειο-γερμανικούς λαούς της περιόδου των εισβολών απλούς επιγόνους, ανθρώπους δηλαδή προερχόμενους απ' την κοινή οικογένεια, οι τελευταίοι που εμφανίστηκαν στην σκηνή της ιστορίας. Από κάθε άποψη, δεν εμφανίστηκαν επουδενί οι «καθαροί».
Βέβαια, μη έχοντας πίσω τους όλο αυτό το παρελθόν των άλλων ομάδων της ίδιας οικογενείας, εκείνοι δεν εκτέθηκαν το ίδιο στον κίνδυνο των προσμείξεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φυσικά και βιολογικά εμφανίστηκαν περισσότερο ''εν τάξει''. Επιπλέον, η ζωή τους σε περιοχές όπου οι κλιματικές συνθήκες όπως αυτές του κέντρου (της Ευρώπης σ.τ.μ.), είχαν γίνει πολύ σκληρές . Σε συνδυασμό με το ότι υπήρξαν οι τελευταίοι που τις αφήσαν ενισχύθηκε η διαδικασία επιλογής. Έτσι επιβεβαιώθηκαν και ενισχύθηκαν κλίσεις χαρακτήρα όπως η επιμονή, η επινοητικότητα και το θάρρος, ενώ η απουσία κάθε επαφής με τις εξωτερικές και αστικές μορφές πολιτισμού κρατήσαν ζωντανές για πολύ καιρό, στους γερμανικούς λαούς, τις σχέσεις άνδρα προς άνδρα που δένονταν απ' τις πολεμικές αρετές και το αίσθημα της τιμής και της αφοσίωσης.
Τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά όσον αφορά τον ειδικώς πνευματικό τομέα αυτών των απογόνων της βόρειο-Αρίας φυλής, ο ποίος υπέστη μία εμφανή κατάπτωση. Οι παραδόσεις είδαν το μεταφυσικό και πρωταρχικό «ηλιακό» τους περιεχόμενό να θολώνει. Έγιναν ατελείς, ξέπεσαν στο φολκλόρ, τα σαγκά (σ.τ.μ. saga: σκανδιναβικά ηρωικά ποιήματα ) και τις λαϊκές δεισιδαιμονίες. Επιπλέον, περισσότερο κι απ' την ανάμνηση των καταβολών, κατάφερε να επικρατήσει μέσα σ' αυτές τις (σ.τ.μ. γερμανικές ) παραδόσεις η μυθοποιημένη ανάμνηση των τραγικών δοκιμασιών ενός εκ των κέντρων του υπερβόρειου πολιτισμού: αυτού των Άσες (Ases), ή θεϊκών ηρώων του ''Μίτγκαρντ'' (Midgard),-απ'όπου προέρχεται και το πολύ γνωστό θέμα του ''ράγκνα-κεκκρ'' (ragna-kökkr), μεταφραζόμενο κοινώς ως το ''λυκόφως των θεών''. Έτσι λοιπόν, για να προσανατολιστεί κανείς ανάμεσα στις βόρειο-γερμανικές παραδόσεις των λαών της λεγόμενης εποχής των εισβολών και για να καταλάβει την πραγματική σημασία των βασικών συμβόλων και των αναθυμήσεων που εσωκλείουν πρέπει να αντλήσει σημεία αναφοράς απ' την εμπεριστατωμένη μελέτη των αρχαιοτέρων Αρίων παραδόσεων στις οποίες διατηρήθηκαν σε καθαρότερη και πληρέστερη μορφή τα ίδια αυτά διδάγματα- παραδόσεις, που και πάλι, δεν είναι «γερμανικές», αλλά υπάγονται στους αρχαίους Αρίους πολιτισμούς της Ινδίας, της Περσίας, της Ελλάδος και της ίδιας της Ρώμης. Ορισμένοι Γερμανοί φυλετιστές, όπως ο Γκύντερ (Günter), είναι απ' τους πρώτους που το παραδέχονται αυτό ασυζητητί.
Συνεπώς το γενικό πλαίσιο του προβλήματος των καταβολών έτσι όπως μόλις το εκθέσαμε δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να προκαλέσει ένα αίσθημα κατωτερότητας ή υπόταξης απ' την πλευρά μας, ως Ιταλών, σε σχέση με τους πιο πρόσφατους, γερμανικούς λαούς. Απεναντίας, όπως τα καλύτερα στοιχεία του ιταλικού λαού ανταποκρίνονται, απ' την άποψη της ''φυλής του σώματος'', σε ένα τύπο που πρέπει να θεωρηθεί ως προερχόμενος απ' αυτόν της βόρειας φυλής, έτσι μπορούμε να βρούμε και μέσα στην κληρονομιά των πιο υψηλών μας παραδόσεων (οι οποίες τις περισσότερες φορές ανάγονται στα πρωταρχικά χρόνια), τα ίδια στοιχεία που χαρακτηρίζουν την «φυλή της ψυχής» (με όρους προτύπου ζωής, ήθους κτλ) και την κοινή σε όλους τους μεγάλους Αρίους και βόρειο-Αρίους πολιτισμούς κοσμοθέαση. Κατά συνέπεια αυτό που θέτουμε υπό αμφισβήτηση, με την βόρειο-αρία θέση που υπερασπίζεται ο δικός μας φυλετισμός, είναι το δικαίωμα οποιουδήποτε λαού να σφετεριστεί και να μονοπωλήσει το μεγαλείο της κοινής καταγωγής, κάτι που σημαίνει ότι εμείς, στο μέτρο που είμαστε ή θέλουμε να είμαστε οι κληρονόμοι του αρχαίου και Αρίου ρωμαϊσμού, όπως και του ρωμαίο-γερμανικού πολιτισμού που τον διαδέχτηκε, δεν δεχόμαστε να απαξιωθούμε από κανέναν σε θέματα υπερβορείου πνεύματος, κλίσης και παραδόσεων.
Εννοείται ότι μια τέτοια τοποθέτηση μας δεσμεύει διότι μας οδηγεί απ' τον θεωρητικό στον δρώντα και δημιουργικό φυλετισμό. Σε αυτόν που μέσα στον γενικό διαφοροποιημένο ιταλικό τύπο του σήμερα συνίσταται στην άντληση και την επιβεβαίωση με όλο και πιο ουσιαστικό και σαφή τρόπο του φυσικού και συνάμα πνευματικού τύπου της εξαίρετης φυλής μας - ο οποίος τύπος είναι εξίσου παρών τόσο στον ιταλικό όσο και στον γερμανικό λαό. Βεβαίως, και ο ένας και ο άλλος στενάζουν υπό το βάρος (σ.τ.μ. ξενικών ) φυλετικών καταλοίπων, άλλων φυλετικών συνιστωσών και συνεπειών προγενεστέρων διαδικασιών βιολογικής και πολιτισμικής παρακμής.
Η σημασία της σωστής τοποθέτησης του προβλήματος των καταβολών για την διαμόρφωση της θέλησης και της αυτογνωσίας ενός νέου τύπου Ιταλού είναι τώρα καταφανής. Απ' αυτήν απορρέει πραγματικά η δύναμη της Ιδέας, ένα αίσθημα αξιοπρέπειας και ανωτερότητας, μακράν από μία ψευδή υπεροψία, βασισμένο όχι σε συγκεχυμένους μύθους προς απλή πολιτική χρήση, αλλά σε σαφέστατες παραδοσιακές γνώσεις.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου